καλλιβόας

καλλιβόας
καλλι-βόας, α, ,
A beautiful-sounding,

αὐλός Simon.46.3

, S.Tr.640 (lyr.), Ar.Av.682 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλλιβόας — καλλιβόας, ὁ (Α) (για τον αυλό) αυτός που αναδίδει ωραίο και δυνατό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + βόας (< βοῶ), πρβλ. αγρο βόας, ερημο βόας] …   Dictionary of Greek

  • καλλιβόας — καλλιβόᾱς , καλλιβόας beautiful sounding masc acc pl καλλιβόᾱς , καλλιβόας beautiful sounding masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιβόαν — καλλιβόᾱν , καλλιβόας beautiful sounding masc acc sg (epic doric aeolic) καλλιβόας beautiful sounding masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”